Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Για τίνος τα δόντια είναι η «Μαρία-Αντουανέτα»;

Έργο του Poka-Yio από τη σειρά «bittersweet». Φωτογραφία από το http://www.poka-yio.com

Καλημέρα. Σήμερα ξύπνησα μεσημέρι, αφού αυτή είναι η πρώτη ημέρα της μίνι καλοκαιρινής μου άδειας. Έφτιαξα έναν ωραίο παγωμένο καφέ με καστανή ζάχαρη και μπόλικο βιολογικό γάλα, έβαλα σε ένα γαλάζιο μπολ με άσπρες βουλίτσες λίγο θεϊκό πηχτό γιαούρτι που πήρα χθες από τον Βάρσο, ζέστανα επί 20 δεύτερα στα μικροκύματα ένα μπριος που πήρα επίσης χθες από τον Βάρσο (αυτό απλώς αξιοπρεπές), και έφαγα βλέποντας στο γιουτιούμπι σύγχρονο χορό, κρατώντας αγκαλιά τον ανεμιστήρα. Κάνει πολλή ζέστη σε ετούτο το διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, αλλά αντιμετωπίζεται με μερικά κρύα ντους και ποδόλουτρα, με δροσερά ροφήματα, με λίγα φρούτα ή παγωτό, και βέβαια με ξάπλα και αραλίκι, φτάνει να έχει κανείς τον χρόνο για όλα αυτά - να πω και το χρήμα, τώρα πια; Γιατί τα μικρά αυτονόητα του χθες έχουν καταντήσει προνόμια τη σήμερον.

Με τούτα και με κείνα, κι αφού βαρέθηκα την πολλή τέχνη, έφτασα να χαζεύω πάλι ετούτο εδώ το λατρεμένο βιντεάκι του Ladurée. Το ομολογώ, τρελαίνομαι για την καλή ζωή, αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα. Και δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι ότι δεν προορίζεται για τα δόντια του καθενός η υπέροχη τούρτα του βίντεο με την προκλητική ονομασία «Μαρία-Αντουανέτα». Λοιπόν πρέπει να αντισταθούμε τόσο στη μαζική εξαθλίωση που επιβάλλει η άρχουσα τάξη, όσο και στη μιζέρια της παραδοσιακής Αριστεράς που ενοχοποιεί ως άλλος Σαβοναρόλα κάθε ανθρώπινη επιθυμία και αδυναμία.

Πάω τώρα να διαβάσω λίγο Στάινμπεκ ξάπλα και σε στενή επαφή με τον ανεμιστήρα μου, εννοείται, και αργότερα θα μαγειρέψω και θα κατηφορίσω στην Πλατεία μεταφέροντας τα καλούδια μου στους ανθρώπους που αφιερώνουν όλο τους τον χρόνο για να μπορούν να διεξάγονται εκεί οι λαϊκές συνελεύσεις και οι λοιπές δράσεις. Γιατί πώς να το κάνουμε, πρέπει όλοι να τρώνε καλά.


Όχι, δεν είναι η γράφουσα που εργάζεται για την ομάδα σίτισης της Πλατείας. Είναι ο καλλιτέχνης Poka-Yio στη διάρκεια της περφόρμανς του με τίτλο «Eat Cake», την Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008 στην γκαλερί Gazonrouge. Φωτογραφία από το http://www.poka-yio.com


Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Για την Έλλη


Έλλη Παππά και Νίκος Μπελογιάννης στη δίκη τους.


Το καλοκαίρι του 2002, τα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα με οδήγησαν στην είσοδο μιας συνηθισμένης πολυκατοικίας στου Ζωγράφου, με σκοπό να συναντηθώ με την Έλλη Παππά. Είχα αρκετό τρακ για τη συνάντηση με τη γυναίκα-θρύλο, αλλά όταν είδα στο κουδούνι κάτω από το δικό της όνομα το όνομα Νίκος Μπελογιάννης, μου κόπηκαν τα ήπατα. Αργότερα, αισθάνθηκα πολύ ανόητη όταν συνειδητοποίησα ότι Νίκος Μπελογιάννης λέγεται και ο γιος της.

Στην πόρτα του διαμερίσματος με υποδέχτηκε η ίδια, προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα υπέροχο, δαιμονισμένο σκυλί Δαλματίας που χαλούσε τον κόσμο και που μου ρίχτηκε κανονικά. Η Έλλη Παππά ανησυχούσε υπερβολικά μήπως με ενοχλούσε το σκυλί κι εγώ ήμουν τόσο αποσβολωμένη που δεν κατάφερα να την καθησυχάσω. Μαζί της στο διαμέρισμα ήταν ο γιος της, που αποσύρθηκε για να μας αφήσει να μιλήσουμε. Θυμάμαι καθαρά τα ωραία ανατολίτικα χαλιά και τα πολλά βιβλία στο φωτεινό καθιστικό.

Η Έλλη Παππά είχε ήδη από το τηλέφωνο ανταποκριθεί καλόβολα στο αίτημά μου να συμμετάσχει στο αφιέρωμα που ετοίμαζα για κάποιο περιοδικό με το οποίο θα συνεργαζόμουν για πρώτη φορά. Κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας μου μιλούσε με μεγάλη ευγένεια και πολύ σεβασμό, όπως συχνά δεν κάνουν με τους νεότερους οι σπουδαίοι άνθρωποι - ακόμη και οι αριστεροί.

Η συνάντησή μας, παρότι σύντομη, με συγκλόνισε. Είδα μπροστά μου ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου, έναν σπάνιο άνθρωπο για τον οποίο ήδη γνώριζα από διαβάσματα και από αφηγήσεις ότι συνδύαζε τη συγκρότηση, τη βαθύτατη ευγένεια, την αγωνιστικότητα και τη δύναμη. Χθες, στην πολιτική κηδεία της, ο κόσμος έφερνε κόκκινα γαρίφαλα και κάποιος είπε ότι άνθρωποι σαν την Έλλη Παππά και τον Νίκο Μπελογιάννη είναι η μοναδική μας κληρονομιά.

Ο Πάμπλο Πικάσο είχε παραλληλίσει τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νίκο Καλούμενο, που εκτελέστηκαν Κυριακή αξημέρωτα, με τους πολίτες της Μαδρίτης που εκτελούνται από μια απάνθρωπη εξουσία υπό το φως του φαναριού στον περίφημο πίνακα του 1814 του Γκόγια με τίτλο Η 3η Μαΐου 1808. Ο παραλληλισμός προέκυψε ανατριχιαστικά εύστοχος. Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε, όπως οι άλλοι τέσσερις, μόνο και μόνο επειδή είχε ένα παιδί, που μεγάλωνε δίπλα της μέσα στη φυλακή. Η ίδια είχε πει πολλές φορές ότι ήθελε να είχε πεθάνει κι εκείνη.

Σε μια αληθινή τραγωδία Υπόθεση Μπελογιάννη, το πρωταγωνιστικό ζεύγος δεν θα έμοιαζε με υπερβατικές πρωταγωνιστικές μορφές του Αισχύλου, ούτε με αδύναμες και διάτρητες του Ευριπίδη. Νομίζω ότι θα ήταν περισσότερο σαν τους ήρωες του Σοφοκλή: ακατάβλητοι, με το μέτωπο ψηλά και αναλλοίωτη την αίσθηση του χρέους, και παράλληλα ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι. Και επιπλέον χαμογελαστοί. Αλλά γίνεται τραγωδία χωρίς κάθαρση;



Στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου τα γαρίφαλα γεννιούνται από τα μάτια ενός βοσκού που του τα βγάζει η θεά Άρτεμη και στη χριστιανική παράδοση από τα δάκρυα της Παναγίας που ακολουθεί τον Χριστό στο μαρτυρικό δρόμο προς τον Γολγοθά. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που το γαρίφαλο έγινε σύμβολο του μαρτυρίου, της ανάστασης, της πίστης, της αρετής και της μητρότητας. Ως τέτοιο εμφανίζεται σε πορτρέτα και θρησκευτικά έργα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στο Παρίσι, γίνεται σύμβολο της εργατικής τάξης και των αγώνων της και έκτοτε χρησιμοποιείται από τους κομμουνιστές. Εμπνευσμένος από τη φωτογραφία που τραβήχτηκε στο δικαστήριο και δείχνει τον Μπελογιάννη με ένα φρέσκο γαρίφαλο στο χέρι και από παραδοσιακά πορτρέτα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, ο Πάμπλο Πικάσο δημιούργησε, σε ένδειξη συμπαράστασης, το περίφημο σκίτσο Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο. Το εμβληματικό έργο βρισκόταν στην κατοχή της Έλλης Παππά.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Μπιενάλε Βενετίας: παπούτσια & τσάντες


Περίπτερα Δανίας και Σκανδιναβίας, 53η Μπιενάλε Βενετίας (2009)

Τσάντα 'Love' and 'Fuck' quotes από την καλή...



Κάθε δύο χρόνια, εν όψει εγκαινίων της Μπιενάλε Βενετίας ένας μόνιμος εφιάλτης με κατατρέχει: τι παπούτσια θα πάρω μαζί μου; Η Μπιενάλε είναι τεράστια, το πρόγραμμα βαρύ, κι αν θέλεις να είσαι παντού, το πρώτο που πρέπει να προσέξεις είναι το υπόδημα.


Στα εγκαίνια της Μπιενάλε Βενετίας 2007, τα παπούτσια μου με χτύπησαν μέσα στις πρώτες ώρες της πρώτης ημέρας του τριήμερου βερνισάζ. Το μαρτύριο κράτησε μέχρι αργά το βράδυ που επέστρεψα στο ξενοδοχείο, ύστερα από τα διάφορα ιβέντς που έπρεπε να παρακολουθήσω. (Μεταξύ αυτών και τα εγκαίνια του Γιαν Φαμπρ, όπου περίμενα στην ουρά μπροστά από μια αναιδέστατη Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να με προσπεράσει μερικές φορές, στη συνέχεια άρχισε να με πατάει επιδεικτικά, επιτείνοντας το πρόβλημα.) Τις ημέρες που ακολούθησαν τις έβγαλα φορώντας κυρίως τα παπούτσια της ιστιοπλοΐας.


Μία από εκείνες τις ημέρες, καθώς βόλταρα το σούρουπο στην προέκταση της Ρίβα ντέλι Σκιαβόνι προς το Αρσενάλε, χαζεύοντας τα σκάφη των νεόπλουτων που συνήθως δένουν εκεί, ένα παράξενο θέαμα τράβηξε την προσοχή μου. Μπροστά σε ολόφωτο σούπερ γιοτ στο οποίο εξελισσόταν κάποια δεξίωση (πάντως δεν ήταν το γιοτ του Αμπράμοβιτς – αυτό το αναγνώρισα πιο πέρα) υπήρχε μια συλλογή από πανάκριβα παπούτσια τακτοποιημένα στον μόλο! Πλησίασα και ρώτησα το επί της υποδοχής μέλος του πληρώματος τι γυρεύουν εκεί τα Φεραγκάμο και τα Μανόλος. «Ζητήσαμε από τους καλεσμένους να τα βγάλουν, γιατί δεν είναι κατάλληλα για σκάφος» μου απάντησε ευγενικά. «Θα έπρεπε να φορούν κάτι ανάλογο με τα δικά σας, που έχουν λευκές λαστιχένιες σόλες». Τι σας έλεγα; Στη Βενετία, τις ημέρες των εγκαινίων της Μπιενάλε, το παπούτσι που σου φαίνεται το πιο κατάλληλο, σπάνια αποδεικνύεται τέτοιο. Κατόπιν τούτου προσήλθα κι εγώ στο σκαφάτο πάρτι των tres bien (των τριών μπιενάλε Αθήνας, Κωνσταντινούπολης και Λυών) με τα παπούτσια της ιστιοπλοΐας, πλην όμως εκεί κανείς δεν ασχολούνταν, τουλάχιστον επισήμως, με τα παπούτσια μας.


Ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα που σχετίζεται με τα εγκαίνια είναι οι τσάντες. Και δεν εννοώ τις Γκούτσι και τις Λουί Βιτόν που κουβαλάμε στις αποσκευές μας, αλλά τις υφασμάτινες ή πλαστικές τσάντες που μοιράζονται ή πωλούνται σε δημοσιογράφους και οι λοιπούς παρευρισκομένους ώστε αυτοί να μεταφέρουν δελτία Τύπου, καταλόγους και τα σχετικά. Η τσάντα που δίνεται σε λίγους στη φουάρ της Βασιλείας, για παράδειγμα, λειτουργεί ως σημάδι αναγνώρισης, αφού στη συνέχεια όποιος την κρατάει σημαίνει ότι ήταν εκεί ως VIP. Την τελευταία φορά η τσάντα της Βασιλείας ήταν πλαστική, σαν τσάντα παραλίας, αλλά οι κάτοχοί της την έφεραν υπερήφανα όλο τον χρόνο.


Στην Μπιενάλε της Βενετίας, κάθε χώρα ή έκθεση συνήθως έχει τη δική της τσάντα. Το 2007, η πιο αναγνωρίσιμη τσάντα ήταν μια φλούο κίτρινη με μαύρα γράμματα που μοίραζαν αφειδώς στο αυστραλιανό περίπτερο. Μπορεί η εκπροσώπηση των Αυστραλών να ήταν για κλάματα, αλλά η τσάντα τους ήταν μεγάλο χιτ. Την έβλεπες να κυκλοφορεί παντού μέσα στην πόλη, βγάζοντας μάτι και διαφημίζοντας για τα καλά την εθνική συμμετοχή της Αυστραλίας. Η Ελλάδα δεν είχε τσάντα. Μια γνωστή μου επισήμανε στον Νίκο Αλεξίου πόσο λάθος ήταν που δεν είχε τσάντα στη Βενετία γιατί τα διακοσμητικά σχεδιάκια του θα έδειχναν υπέροχα επάνω στο ύφασμα, και του δήλωσε ότι αν ήταν η ίδια επίτροπος θα τον είχε οπωσδήποτε κάνει τσάντα. Ύστερα από αυτό, ο Νίκος Αλεξίου εμπνεύστηκε μια σειρά με παρεό και φουλάρια, και πιο μετά χάρτινα φορέματα.


Εν αναμονή των φετινών εγκαινίων της Μπιενάλε Βενετίας, λοιπόν, ετοιμάζω τις βαλίτσες μου, διαλέγω προσεκτικά τα παπούτσια που θα πάρω μαζί μου και υπόσχομαι (να προσπαθήσω) να ανεβάσω ποστ από εκεί. Και εύχομαι εφέτος η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, που έχει αναλάβει τον συντονισμό της ελληνικής συμμετοχής, να έχει φροντίσει να κάνει τσάντα τον Λουκά Σαμαρά. Γιατί είναι κρίμα να μην εκμεταλλευόμαστε όλες τις δυνατότητες του μάρκετινγκ και να χάνουμε την ευκαιρία να προωθήσουμε τους νέους καλλιτέχνες του τόπου μας σε μια τόσο σημαντική περίσταση.


...και από την ανάποδη.



La Biennale di Venezia

7 Ιουνίου – 22 Νοεμβρίου 2009

Preview: 4-5-6 Ιουνίου 2009


Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Merry Crisis and a Happy New Fear


Φωτογραφία της alepouda από το flickr.

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Change όπως Chanel;


Στην τελευταία Μπιενάλε της Βενετίας, στο εθνικό περίπτερο της Ιταλίας παρουσιάστηκε η βιντεοεγκατάσταση Democrazy του Φραντσέσκο Βετσόλι με θέμα τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Ενόψει των εκλογών του 2008, ο Βετσόλι έπεσε έξω ως προς το φύλο και το χρώμα του δέρματος του ενός υποψηφίου, αλλά κατά τα άλλα το έργο του αποτελεί καλή αφετηρία για συζήτηση σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές που μόλις τελείωσαν.

Βενετία, 2007. Στο ιταλικό περίπτερο, μέσα σε σκοτεινή ελειψοειδή αίθουσα με μπαλόνια, προβάλλονταν σε παράλληλους χρόνους τα διαφημιστικά σποτ της φανταστικής καμπάνιας των υποτιθέμενων προεδρικών υποψηφίων Πατρίτσια Χιλ και Πάτρικ Χιλ. Τους υποψηφίους υποδύονταν δύο σταρ των μίντια: από τη μια πλευρά η Σάρον Στόουν, που παρέπεμπε σε Χίλαρι Κλίντον, και από την άλλη ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί. Τα δύο σποτ είχαν γυριστεί από τις αληθινές εταιρείες συμβούλων επικοινωνίας που είχαν αναλάβει την προώθηση του Τζορτζ «Ντάμπγια» Μπους το 2004 και του Μπιλ Κλίντον το 1996, και προέβαλλαν τη δημοτικότητα, την αυτοπεποίθηση και την ικανότητα των υποψηφίων να γοητεύουν και να πείθουν. Το έργο του Βετσόλι σχολίαζε πολύ εύστοχα και εύγλωττα τους μηχανισμούς των μίντια και της «πολιτικής επικοινωνίας» όσον αφορά την προβολή των τοπ πολιτικών, τη διαμόρφωση της δυναμικής των εκλογών και εντέλει την ίδια τη δημοκρατία. Οι δύο υποψήφιοι, η Αμερικανίδα χολιγουντιανή σταρ και ο Γάλλος φιλόσοφος, έμοιαζαν πανομοιότυποι, σε μια έκφραση απαισιοδοξίας -ή μήπως αμυδρής ελπίδας;- του καλλιτέχνη.

Με παρόμοια θέματα καταπιάνεται και ο Ντέιβιντ Τζόσελιτ στο τελευταίο τεύχος (Νοέμβριος 2008) του Artforum. Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο υπό τον τίτλο "Representative Governance - On the Politics of Images", σχετικά με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, εξηγεί πώς στη μοντέρνα πολιτική οι εικόνες των τοπ πολιτικών είναι στην πραγματικότητα άβαταρ, πώς οι κεντρικοί υποψήφιοι πλασάρουν τους εαυτούς τους ως μίντια σελέμπριτις τουλάχιστον από την εποχή της τηλεοπτικής αναμέτρησης μεταξύ Τζον Φ. Κένεντι και Ρίτσαρντ Νίξον (1960), πώς οι προεδρικές εκλογές μοιάζουν με ριάλιτι τηλεοπτικούς διαγωνισμούς και οι προκριματικές με τα δοκιμαστικά τους, και πώς στην πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία τρία άβαταρ, του Ομπάμα, του Μακέιν και της Πέιλιν, πάλεψαν για την οικειοποίηση του πολύτιμου μηνύματος της αλλαγής χωρίς επιχειρήματα, με το θέαμα να πολεμά το θέαμα. «Οι θέσεις των πολιτικών υποψηφίων για τα διάφορα ζητήματα δεν είναι ασφαλώς ασήμαντες, αλλά εξίσου σημαντική αν όχι σημαντικότερη είναι η ικανότητα της εικόνας-σελέμπριτι [του πολιτικού] να εδραιώσει μια σχέση με το κοινό ανάλογη με εκείνη που δημιουργεί με το κοινό ένας τηλεοπτικός χαρακτήρας. Αυτό απαιτεί λεπτή εξισορροπητική δράση», συμπληρώνει ο συγγραφέας του άρθρου.

Όσον αφορά την εξισορρόπηση, ο Ομπάμα τα κατάφερε περίφημα. Ευαγγελίστηκε μεν την αλλαγή, αλλά χωρίς να τρομάξει κανέναν. Ως εικόνα αγγίζει πολλά είδη ψηφοφόρων: για τους Αφροαμερικανούς είναι ο μαύρος αδελφός που η εκλογή του δικαιώνει τους αγώνες της φυλής τους (βλ. πόστερ όπου η ασπρόμαυρη μορφή του παραπέμπει στις μυθικές εικόνες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Μάλκολμ Εξ), για τους λατινικής και ασιατικής καταγωγής είναι ο μη WASP, και για πολλούς λευκούς η όχι απειλητική φιγούρα ενός μαύρου που δεν είναι και τόσο μαύρος ούτε βγήκε από το γκέτο· για τα κατώτερα στρώματα είναι ο φτωχός που κατάφερε να ανελιχθεί κοινωνικά και οικονομικά και για τους ευκατάστατους ο προνομιούχος που ο τρόπος ζωής του ανταποκρίνεται στα δικά τους πρότυπα και που γνωρίζει πώς να είναι τυπικά και καθησυχαστικά presidential. Το δε σύνθημά του Change ως περιεχόμενο γεννά ελπίδες αμερικανικής ανανέωσης που είναι εμπνευσμένη από τη Γαλλία του Μιτεράν και οπτικά παραπέμπει στο κομψό λόγκο της κλασικής γαλλικής φίρμας Chanel.

Στην περίπτωση του Ομπάμα, το άβαταρ-σελέμπριτι με τη νίκη του σίγουρα ανταποκρίθηκε σε μια πραγματική ανάγκη, αμερικανική και παγκόσμια. Εφόσον η ανθρώπινη ψυχή λειτουργεί με σύμβολα και χρειάζεται τις τελετουργίες, η είσοδος ενός μη λευκού προέδρου στον Λευκό Οίκο έδωσε πίσω, σε συμβολικό επίπεδο, ένα κομμάτι από την κλεμμένη υπερηφάνεια του Αφροαμερικανού και γενικότερα του μαύρου ανθρώπου. Τα γλυκά δάκρυα του Τζέσε Τζάκσον το βράδυ της νίκης του Ομπάμα, παρόλο που οι δυο τους είχαν ψυχραθεί, και η αξιοπρεπής ευτυχία που ξεχείλιζε από το πρόσωπο της Μάγιας Αγγέλου στο Αλ Τζαζίρα, λίγο αργότερα, δεν μπορούσαν παρά να σημαίνουν ότι η εκλογή τού έστω και κατά το ήμισυ μαύρου υποψηφίου ήταν κάτι σαν άρση μιας συλλογικής ταπείνωσης, μια σεισάχθεια.

Κατά τα άλλα, κανείς δεν γνωρίζει αν ο Ομπάμα θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που καλλιέργησε η ρητορική του εντός και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Μίλησε για αποχώρηση από το Ιράκ, αλλά σε αόριστο χρόνο και με παράλληλη αποστολή περισσότερων δυνάμεων στο Αφγανιστάν· ως γερουσιαστής απείχε συστηματικά από ακανθώδεις ψηφοφορίες· δεν τα έβαλε ποτέ ουσιαστικά με κανέναν· και μολονότι παρουσιάζεται ως σωτήρας των οικονομικά δυσπραγούντων, όταν άρχισαν οι πρόσφατες καταρρεύσεις τραπεζών εκφράστηκε εναντίον της κρατικής ενίσχυσης των δανειοληπτών. Το ζήτημα της οικονομίας υπήρξε κρίσιμο για τη νίκη του Ομπάμα παρά τις γενικότητες, τις αοριστίες και τις εξαγγελίες του για ψίχουλα παροχών -εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης γαρ-, επειδή η άλλη επιλογή στον μυωπικό ορίζοντα του αμερικανικού δικομματισμού ήταν ακόμα χειρότερη. Για να επανέλθουμε, λοιπόν, στον Βετσόλι, μένει να αφήσουμε τον χρόνο να αποδείξει αν η πολιτικοποιημένη Αμερικανίδα σταρ του Χόλιγουντ και ο Γάλλος ποπ διανοούμενος είναι ένα και το αυτό ή αν υπάρχει ανάμεσά τους κάποια διαφορά με σημασία.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Κόσμος και κοσμάκης


Εγκαίνια του νέου χώρου της γκαλερί The Breeder στο Μεταξουργείο, στις 25.9.08.



Δύο μέρες αργότερα, θρησκευτικός εορτασμός της κοινότητας των Αιθιόπων στην Πλατεία Κουμουνδούρου, κοντά στην παλιά γειτονιά της γκαλερί.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Calle del Desengaño (Οδός Απογοητεύσεως) αρ. 1



Πάνε κάμποσα χρόνια από τότε που, μαζί με τους συμφοιτητές μου, άκουγα με δέος από τη Μαριλένα Κασιμάτη, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης που μας είχε διδάξει ένα-δυο μαθήματα περαστική από τη σχολή, ότι η Πινακοθήκη έχει στην κατοχή της μυθικές σειρές χαρακτικών του Φρανθίσκο Γκόγια ι Λουθιέντες. Τα πολύτιμα αυτά χαρακτικά τα φανταζόμουν να ασφυκτιούν και να κινδυνεύουν αποθηκευμένα σε σκοτεινά και μουχλιασμένα υπόγεια. Μάλλον υπερέβαλλα, αλλά τέτοια εικόνα έχω σχηματίσει για τους αποθηκευτικούς χώρους της ΕΠΙΜΑΣ από εκείνο τον χειμώνα που πληροφορηθήκαμε με φρίκη ότι είχαν πλημμυρίσει από τη βροχή. Οι φόβοι μου όμως αποδείχτηκαν αβάσιμοι, τα χαρακτικά είναι άθικτα και μάλιστα εκτίθενται - επιτέλους.

Προσωπικά δεν περίμενα την Εθνική Πινακοθήκη για να δω χαρακτική του Γκόγια, αλλά όταν πρόκειται για κορυφαία έργα ενός τόσο μεγάλου δημιουργού, όσες φορές και να τα δει κανείς δεν είναι αρκετές. Οι δύο προηγούμενες εκθέσεις τους, των δεκαετιών του ’70 και του ’80, απευθύνονταν σε ηλικιακά μεγαλύτερο από εμένα κοινό. Στα χρόνια που μεσολάβησαν είδα μάλλον όλες τις σειρές των χαρακτικών του Γκόγια σε διάφορα κομψά μουσεία του εξωτερικού. Όμως η Πινακοθήκη διαθέτει άριστες πρώιμες εκδόσεις και των τεσσάρων περίφημων σειρών Τα καπρίτσια, Τα δεινά του πολέμου, Ταυρομαχία και Τρέλες-Οι παροιμίες, που δεν τις προσπερνάς όταν εκτεθούν. Τις ξαναείδα λοιπόν μαζί με πολύ άλλο κόσμο. Όχι τόσο όσο σε εκείνο το πολυτελές παλάτσο στη Ρώμη, όπου πλήθη γηγενών και τουριστών σχημάτιζαν τεράστιες ουρές, πάντως κόσμο αρκετό, που να δικαιολογεί την παράταση της έκθεσης μέχρι τις 20 Οκτωβρίου.



Στην έκθεση Goya - Χαράκτης της Εθνικής Πινακοθήκης - «Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα» κατέφτασα το πρώτο βροχερό Σαββατοκύριακο αυτού του φθινοπώρου, με μουντή διάθεση, πειραγμένη και από ένα μοχθηρό καλοκαίρι και από τα απόνερά του, και μπήκα στη σειρά. Η μεγάλης συναισθηματικής και νοηματικής φόρτισης χαρακτική ήταν γραμμικά παρατεταγμένη επάνω σε τοίχους με διαφορετικό για την κάθε ενότητα χρώμα, και οι επισκέπτες κινούμασταν ο ένας πίσω από τον άλλο σαν τα μυρμήγκια, ακολουθώντας βήμα-βήμα το ξεδίπλωμα ενός παραμορφωμένου και συχνά βίαιου και εφιαλτικού κόσμου, δημιουργημένου από την ιδιοφυή συνάντηση της οργιαστικής φαντασίας του καλλιτέχνη με την ταραγμένη εποχή του.


Η ανάπτυξη της έκθεσης ήταν σαφής, εύληπτη και ευάερη. Τίποτα εντυπωσιακό, αλλά όταν η πρώτη ύλη είναι άριστης ποιότητας και το στήσιμο δεν προκαλεί σύγχυση ή ασφυξία, τότε είμαι ικανοποιημένη. Υπήρχαν κατατοπιστικά κείμενα για τη ζωή, το περιβάλλον και το έργο του Γκόγια, καθώς και -όχι πολύ βοηθητικό, είναι η αλήθεια- συνοδευτικό υλικό που εξηγούσε τις ιδιαιτερότητες της χαρακτικής. Στο κατώτερο επίπεδο είχε στηθεί η κατασκευή που διακρίνεται στην πιο πάνω φωτογραφία, με σκοπό μάλλον να προσφέρει κάποια άρθρωση στον μεγάλο χώρο. Στο δε ισόγειο υπήρχε μια πολύ εύστοχη προσθήκη: η τυπογραφική πρέσα που είχε χαρίσει στον Έλληνα χαράκτη και ζωγράφο Δημήτρη Γαλάνη ο Ντεγκά στο Παρίσι. Tο αντικείμενο αυτό, που ανήκει σε συλλέκτη, γεφύρωνε τόπους και εποχές σαν απόηχος της διαχρονικότητας του έργου του Γκόγια.


¡Ésto es lo peor! (Να και το χειρότερο!), από τη σειρά «Desastres / Δεινά του πολέμου». Την εικόνα στη σ. 198 του καταλόγου της έκθεσης συνοδεύει το εξής κείμενο:

Μια αλεπού, σύμβολο της πονηριάς, υπογράφει τις καταδίκες αλυσοδεμένων και ικετών. Ένας υποτακτικός της κρατάει το μελανοδοχείο. Τα βιβλία -ο Νόμος- κείτονται στο χώμα. Η καταδικαστική απόφαση που υπογράφεται από την αλεπού, όπως αναφέρει ο A. Pérez-Sánchez, είναι ο ενδεκασύλλαβος στίχος: «Μίζερη ανθρωπότητα, το φταίξιμο είναι δικό σου», παρμένος από το βιβλίο Ιταλού σατιρικού ποιητή με θέμα «Ομιλούντα ζώα». Ο Goya θα πρέπει να εμπνεύστηκε από αυτό αρκετά για τα χαρακτικά των «Caprichos» και των «Proverbios».


Μέσα σε αυτό το λιτό περιβάλλον, πέρασα δύο υπέροχες ώρες. Θαύμασα ξανά την καυστικότητα με την οποία ένα από τα μεγαλύτερα σατιρικά πνεύματα όλων των εποχών καταγγέλλει την αλαζονεία, τη διαφθορά, την αμάθεια, τη γελοιότητα, τη δεισιδαιμονία, τη θρησκοληψία, τη μαγεία. Εκτίμησα εκ νέου την οικουμενικότητα του μηνύματος της αξιοπρέπειας και της ξέγερσης απέναντι σε κάθε είδους τυραννία. Σκέφτηκα πόσο επίκαιρα ακούγονται όλα αυτά στην εποχή μας και τι ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης είναι ο Γκόγια όχι μόνο για τους μοντέρνους αλλά και για τους σύγχρονους καλλιτέχνες. Και ακόμη άντλησα ευχαρίστηση από την προσπάθειά μου να ξεφλουδίσω το κρεμμύδι των νοημάτων, να αποδομήσω το περίτεχνο layering κάποιων έργων το οποίο αποσκοπούσε στην προστασία του καλλιτέχνη από τη μισαλλοδοξία της Ιεράς Εξέτασης. Παρά το αποκρουστικό, με τα σημερινά δεδομένα, θέμα της, με συνάρπασε ακόμη και η σειρά Ταυρομαχία, με την κινηματογραφικότητα και τη ρομαντική εμμονή της στη διερεύνηση ενός θεάματος άρρηκτα συνδεδεμένου με την ισπανική ταυτότητα (στα χαρακτικά φιγουράρουν από Μαυριτανούς προδρομικούς ταυρομάχους μέχρι προσωπικότητες όπως ο Ελ Θιδ και ο Κάρολος Ε’ που αναμετρώνται με τους ταύρους).


Αλλά εκείνο που με χτυπάει κατακούτελα όταν πρόκειται για έργα του Γκόγια είναι η αύρα της αντινομίας και της τραγικότητας που τα περιβάλλει - στον σχηματισμό της οποίας βοηθά όχι μόνο εκείνο που βλέπουμε, αλλά και εκείνο που γνωρίζουμε. Ο Γκόγια ήταν προοδευτικό πνεύμα, διαποτισμένο με τις αρχές του Διαφωτισμού, το οποίο όμως συναναστρεφόταν και υπηρετούσε ή -ακόμη χειρότερα- επιθυμούσε διακαώς να συναναστρέφεται και να υπηρετεί όσους απεχθανόταν, και επιπλέον είδε με τα ίδια του τα μάτια τη Γαλλική Επανάσταση να εκφυλίζεται σε ιμπεριαλιστική επιχείρηση απίστευτης ωμότητας. Η πικρία έγινε δεύτερη φύση του.


Το 1819 ο Φρανθίσκο Γκόγια ι Λουθιέντες απέκτησε τη λεγόμενη Έπαυλη του Κουφού κοντά στη Μαδρίτη όπου, τσακισμένος από την απώλεια της ακοής του -τον είχε πλήξει ήδη από το 1783- και από την επαφή του με τους ανθρώπους, δημιούργησε τους περίφημους Μαύρους Πίνακές του. Το σπίτι εκείνο δεν αποκαλούνταν έτσι λόγω του Γκόγια που εγκαταστάθηκε εκεί, αλλά λόγω του προηγούμενου ιδιοκτήτη του, που ήταν επίσης κωφός. Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική σύμπτωση που έχει να κάνει με τα σπίτια του καλλιτέχνη και που προοικονομεί. Πολύ νωρίτερα, το 1782, όταν στη Μαδρίτη θριάμβευε ένας Γκόγια με εντελώς διαφορετικό, ροκοκό ψυχισμό, ο καλλιτέχνης απέκτησε, όπως διαβάζουμε στο χρονολόγιο της έκθεσης, «ιδιόκτητη κατοικία στην Calle del Desengaño (Οδός Απογοητεύσεως) αρ. 1».



Goya - Χαράκτης της Εθνικής Πινακοθήκης -

«Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα»

Επιμέλεια: Μαριλένα Κασιμάτη

Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου

Έως τις 20 Οκτωβρίου 2008